ἀντικρούσῃ

ἀντικρούσῃ
ἀντικρούσηι , ἀντίκρουσις
abrupt close
fem dat sg (epic)
ἀντικρούω
strike
aor subj mid 2nd sg
ἀντικρούω
strike
aor subj act 3rd sg
ἀντικρούω
strike
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αντίκρουση — η (Α ἀντίκρουσις) νεοελλ. 1. απόκρουση, αντεπίθεση 2. ανασκευή, αναίρεση επιχειρημάτων αρχ. 1. αιφνίδια αντίσταση 2. εμπόδιο 3. (αμφίβολη σημασία) εύστοχη απάντηση …   Dictionary of Greek

  • έλεγχος — (I) ο (ΑΜ ἔλεγχος) 1. έρευνα, εξέταση για να διαπιστωθεί η αλήθεια, η ακρίβεια, η γνησιότητα, η ορθότητα («ο έλεγχος τών πληροφοριών, τής τήρησης τών δρομολογίων, τών προϊόντων, τών αποφάσεων κ.λπ.») 2. (για θεωρίες, απόψεις κ.λπ.) έρευνα για… …   Dictionary of Greek

  • αντίπληξις — ἀντίπληξις, η (Α) αντίκρουση, αντιχτύπημα …   Dictionary of Greek

  • αντεισήγηση — η εισήγηση που γίνεται με σκοπό την αντίκρουση άλλης εισήγησης …   Dictionary of Greek

  • αντικατάσταση — η (Α ἀντικατάστασις) το να τοποθετείται κάτι η κάποιος στη θέση κάποιου άλλου, η αναπλήρωση νεοελλ. γραμμ. φρ. «χρονική αντικατάσταση» το να βρει κανείς έναν ρηματικό τύπο σε όλους τους χρόνους τους ίδιας έγκλισης «εγκλιτική αντικατάσταση» σε… …   Dictionary of Greek

  • αντιπαράταξη — η (AM ἀντιπαράταξις) εχθρική στάση, αντιμετώπιση και αντίκρουση αρχ. μσν. σταθερή, ανένδοτη αντίσταση …   Dictionary of Greek

  • απολογητικός — ή, ό (AM ἀπολογητικός, ή, όν) κατάλληλος για απολογία νεοελλ. 1. σχετικός με την απολογία 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ Ἀπολογητική ο τομέας της Συστηματικής Θεολογίας που αποβλέπει στη δικαίωση της χριστιανικής πίστης με την επισήμανση της αξιοπιστίας… …   Dictionary of Greek

  • διανομέας — Όργανο ή σύνολο οργάνων με τα οποία εισάγεται στις μηχανές που λειτουργούν με κινητήριο ρευστό το ρευστό αυτό. Στις παλινδρομικές ατμομηχανές ο δ. ρυθμίζει τις διάφορες φάσεις του κινητήριου ρευστού στο εσωτερικό του κυλίνδρου, με το άνοιγμα και… …   Dictionary of Greek

  • εξαίρεση — η (AM ἐξαίρεσις) [εξαίρω] χειρουργική αφαίρεση, εξαγωγή ξένου σώματος ή οργάνου νεοελλ. 1. ιδιοτυπία, απομάκρυνση από το κανονικό ή το συνηθισμένο («ο ηθικός άνθρωπος καταντά σήμερα να είναι εξαίρεση») 2. διάκριση, προτίμηση («ο δάσκαλος δεν… …   Dictionary of Greek

  • παραβολή — Διδακτικό αλληγορικό είδος της λογοτεχνίας, που με βάση τα γενικότερα χαρακτηριστικά του συγγενεύει με το παραμύθι. Από την άποψη του περιεχομένου, η π. διακρίνεται από την έλξη της προς το βάθος της θρησκευτικής και ηθικής σοφίας. Σε παλαιότερες …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”